Το επιβλητικό φαράγγι και τα όρνια της Κλεισούρας
Κείμενο-Φωτογραφίες: Διονύσης Μαμάσης M.Sc.
Περιβαλλοντολόγος-Χαρτογράφος info@mamasis.gr
Στα βόρεια της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού και μόλις 15 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο βρίσκεται το φυσικό και πολιτιστικό μνημείο της φύσης, το φαράγγι της Κλεισούρας. Οι εκτεταμένοι σε μήκος και ύψος κάθετοι ασβεστολιθικοί βράχοι με τους φυσικούς γεωλογικά σχηματισμούς, η πλούσια βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής μαγνητίζουν τα βλέμματα οδηγών-περαστικών που διέρχονται εντός του στενού μέσω της εθνικής οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων. Το τοπίο είναι έντονο με μεγάλο γεωλογικό, ορνιθολογικό και βοτανικό ενδιαφέρον ενώ είναι χώρος αναψυχής και οικολογικών δραστηριοτήτων. Η περιοχή είναι γνωστή και για το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής που είναι κτισμένο πάνω στο βουνό. Το μοναστήρι της Αγ. Ελεούσας αποτελεί σημείο αναφοράς της θρησκευτικής ζωής του τόπου ενώ κάθε χρόνο στην επέτειο προσελκύει χιλιάδες προσκυνητές που έρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας για να προσκυνήσουν την εικόνα.
Η επιβλητικότητα του φαραγγιού, η γοητεία των κάθετων γκρεμνών και το φυσικό κάλλος των στενών έχει εμπνεύσει πολλές προσωπικότητες, πολίτες και ιστορικά πρόσωπα, όπως το Γιάννη Γούναρη που έσωσε το Μεσολόγγι από την πρώτη οθωμανική πολιορκία, το Χαρίλαο Τρικούπη που επισκέπτηκε το μοναστήρι και χρηματοδότησε για την κατασκευή της στέρνας, το βασιλειά Γεώργιο και τη Φρειδερίκη, το Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ, τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Κώστα Κρυστάλλη που εμπνεύστηκε το ποίημά του από τον καλόγερο Πανάρετο Παλαμά και πολλούς άλλους.
Το φαράγγι της Κλεισούρας μπορεί να καταταχθεί στην κατηγορία των «γνήσιων» φαραγγιών λόγω της τοπογραφίας των δυο πλευρών που είναι κάθετες. Αποτελεί τμήμα του όρους Αράκυνθου ή Ζυγού και χαρακτηρίζεται για τις απότομες κλίσεις, τις βραχώδεις πλαγιές και τις διάσπαρτες δασικές συστάδες ενώ αποτελεί οικολογικό σύνδεσμο με τον υγρότοπο Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Το 1960 μάλιστα ξεκίνησαν οι έρευνες για πετρέλαιο και η εξέταση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Η γεώτρηση είχε φτάσει σε βάθος 4400 μέτρων και παρόλη την αρχική αισιοδοξία από τους τεχνικούς και γεωλόγους της εταιρείας B.P. δεν βρέθηκαν κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Στη συνέχεια δόθηκε εντολή στο συνεργείο να ξεκινήσουν οι έρευνες μεταξύ του Καραϊσκάκη και του συνοικισμού Αχιλλείου και να μεταφερθεί το γεωτρύπανο.
Από οικολογικής πλευράς το φαράγγι έχει καταχωρηθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με βάση την οδηγία για τα άγρια πουλιά και αποτελεί και Ζώνη Ειδικής Διατήρησης με βάση την κοινοτική οδηγία για τους οικοτόπους. Αποτελεί ζώνη προστασίας της φύσης (ΠΦ2Η) του Εθνικού Πάρκου Μεσολογγίου-Αιτωλικού, με σκοπό να εξασφαλίσει η πολιτεία την ικανοποιητική κατάσταση προστατευτέων αντικειμένων της περιοχής (χλωρίδα-πανίδα-οικότοποι), εκπληρώνοντας έτσι τις διεθνείς και ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις.
Στο φυσικό περιβάλλον απαντώνται 4 τύποι οικοτόπων με πευκοδάση, ενδημικά είδη πεύκων της μεσογείου, φυλλοβόλες βελανιδιές, αριές, κουτσουπιές και σε πρόσφατη επιστημονική έρευνα καταγράφηκαν 400 διαφορετικά είδη φυτών. Ιδιαίτερη σημαντική παρουσία στα εκτεταμένα κάθετα βράχια παρουσιάζει το στενότοπο σπάνιο ενδημικό είδος της Κενταύρια του Νιεντέρ (Centaurea niederi) και σε συγκεκριμένες θέσεις ανθίζει το Μάη ο λευκός κρίνος της Παναγίας (Lilium albanicum).
Στο φαράγγι βρίσκουν καταφύγιο για φώλιασμα σημαντικά είδη της ορνιθοπανίδας, όπως πετρίτες, κάργιες, κόρακες, κότσυφες, βραχοκιρκίνεζα, σταχτάρες, βραχοχελίδονα, βραχοτσοπανάκοι, καθώς και αρπακτικά, όπως γερακίνες, ξεφτέρια, φιδαετοί ενώ ύστερα από 24 χρόνια διαχείμασε στον Αράκυνθο ένας σπάνιος επισκέπτης, ο μαυρόγυπας. Παράλληλα στο βιότοπο του Αρακύνθου και των Στενών της Κλεισούρας βρίσκει καταφύγιο διαβίωσης ένα από τα μεγαλύτερα νεκροφάγα αρπακτικά, το όρνιο (Gyps fulvus). Ολόκληρη αυτή η περιοχή αποτελεί τον ζωτικό χώρο των όρνεων που χαρακτηρίζονται ως είδος αυστηρής προστασίας και ως Κρισίμως Κινδυνεύον (η ανώτερη κατηγορία απειλής) στην Ηπειρωτική-Δυτική Ελλάδα, αφού οι πληθυσμοί του έχουν ουσιαστικά καταρρεύσει. Βέβαια ο προσανατολισμός των βράχων και κρεμνών, οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, ο κυρίαρχος μετερεωλογικός άνεμος, τα πολλά θερμά ανοδικά ρεύματα αέρος, οι πολλές ημέρες ηλιοφάνειας μέσα στο έτος είναι χαρακτηριστικά του βιοτόπου και πολύ ευνοϊκά δεδομένα για το προαναφερθέν είδος.
Τα όρνεα βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και συνεπώς επηρεάζονται από τις απότομες αλλαγές στις χαμηλότερες βαθμίδες της. Το μήκος τους φτάνει το 1m και το άνοιγμα των φτερών τους μπορεί να ξεπεράσει τα 2.50 m με 2.80m. Το βάρος τους κυμαίνεται από 8-10kg. Στους ανθρώπους συνήθως προκαλούν συναισθήματα απέχθειας που σχετίζονται κυρίως με την μακάβρια όπως φαντάζει διατροφή τους. Χαρακτηρίζονται για την οξεία όραση χάρη στην οποία μπορούν να διακρίνουν ένα μικρό κομμάτι κρέας από απόσταση 2-3 km ενώ ο χώρος αναζήτησης της τροφής τους εκτείνεται συνήθως σε ακτίνα 30-40 km, αλλά μπορεί να φτάσει και μέχρι τα 200-300km. Τρέφονται συνήθως με νεκρά ζώα.
Στο φαράγγι πριν 25 χρόνια αναπαραγόταν ένας υγιής πληθυσμός από 30 τουλάχιστον άτομα, ενώ σήμερα έχουν απομείνει μόλις 2 ζευγάρια. Ο πληθυσμός χαρακτηριζόταν διπλός. Από τη μία τα ιθαγενή πουλιά που φωλιάζουν και απο την άλλη τα διαχειμάζοντα που έρχονται τον Οκτώβρη από την Κροατία και από άλλες Βαλκανικές χώρες. Τα όρνια ξεκινούν την αναπαραγωγή τους τον Ιανουάριο και την ολοκληρώνουν τον Ιούλιο ενώ κατά την διάρκεια του Μαρτίου κλωσσούν το μοναδικό τους αυγό. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αποτυχία στην αναπαραγωγή του μικρού αυτού πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτική εξαφάνιση του είδους από την περιοχή. Το Μάρτιο μάλιστα του 2010 όρνια που φώλιαζαν στο φαράγγι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις φωλιές τους λόγω όχλησης που προκλήθηκε από την αυθαίρετη διάνοιξη αναρριχητικής διαδρομής. Οι γύπες είχαν εγκαταλείψει τις φωλιές τους, καθώς ομάδα αναρριχητών διάνοιγε αναρριχητικές διαδρομές στο βράχο και προφανώς οχλήθηκαν από το δυνατό ήχο του τρυπανιού. Παρόλο που ξαναγύρισαν στις αποικίες τους είναι πολύ πιθανό ότι η αναπαραγωγή τους απέτυχε, καθώς τα αυγά έμειναν πολλές ώρες ακάλυπτα στο κρύο.
Η ιδιαιτερότητα της Κλεισούρας μας καθιστά όλους υπεύθυνους για το μέλλον της φυσικής μας κληρονομιάς και την προστασία του βιοτόπου. Οφείλουμε παράλληλα να διαφυλάξουμε τον πολιτιστικό-θρησκευτικό χαρακτήρα του χώρου καθώς και τις ιστορικές μνήμες που είναι χαραγμένες αναφορικά με το επιβλητικό αυτό Φαράγγι της Κλεισούρας.
πηγή:agrinionews.gr
Κείμενο-Φωτογραφίες: Διονύσης Μαμάσης M.Sc.
Περιβαλλοντολόγος-Χαρτογράφος info@mamasis.gr
Στα βόρεια της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού και μόλις 15 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο βρίσκεται το φυσικό και πολιτιστικό μνημείο της φύσης, το φαράγγι της Κλεισούρας. Οι εκτεταμένοι σε μήκος και ύψος κάθετοι ασβεστολιθικοί βράχοι με τους φυσικούς γεωλογικά σχηματισμούς, η πλούσια βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής μαγνητίζουν τα βλέμματα οδηγών-περαστικών που διέρχονται εντός του στενού μέσω της εθνικής οδού Αντιρρίου-Ιωαννίνων. Το τοπίο είναι έντονο με μεγάλο γεωλογικό, ορνιθολογικό και βοτανικό ενδιαφέρον ενώ είναι χώρος αναψυχής και οικολογικών δραστηριοτήτων. Η περιοχή είναι γνωστή και για το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής που είναι κτισμένο πάνω στο βουνό. Το μοναστήρι της Αγ. Ελεούσας αποτελεί σημείο αναφοράς της θρησκευτικής ζωής του τόπου ενώ κάθε χρόνο στην επέτειο προσελκύει χιλιάδες προσκυνητές που έρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας για να προσκυνήσουν την εικόνα.
Η επιβλητικότητα του φαραγγιού, η γοητεία των κάθετων γκρεμνών και το φυσικό κάλλος των στενών έχει εμπνεύσει πολλές προσωπικότητες, πολίτες και ιστορικά πρόσωπα, όπως το Γιάννη Γούναρη που έσωσε το Μεσολόγγι από την πρώτη οθωμανική πολιορκία, το Χαρίλαο Τρικούπη που επισκέπτηκε το μοναστήρι και χρηματοδότησε για την κατασκευή της στέρνας, το βασιλειά Γεώργιο και τη Φρειδερίκη, το Γάλλο περιηγητή Πουκεβίλ, τον Κοσμά τον Αιτωλό, τον Κώστα Κρυστάλλη που εμπνεύστηκε το ποίημά του από τον καλόγερο Πανάρετο Παλαμά και πολλούς άλλους.
Το φαράγγι της Κλεισούρας μπορεί να καταταχθεί στην κατηγορία των «γνήσιων» φαραγγιών λόγω της τοπογραφίας των δυο πλευρών που είναι κάθετες. Αποτελεί τμήμα του όρους Αράκυνθου ή Ζυγού και χαρακτηρίζεται για τις απότομες κλίσεις, τις βραχώδεις πλαγιές και τις διάσπαρτες δασικές συστάδες ενώ αποτελεί οικολογικό σύνδεσμο με τον υγρότοπο Μεσολογγίου-Αιτωλικού. Το 1960 μάλιστα ξεκίνησαν οι έρευνες για πετρέλαιο και η εξέταση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Η γεώτρηση είχε φτάσει σε βάθος 4400 μέτρων και παρόλη την αρχική αισιοδοξία από τους τεχνικούς και γεωλόγους της εταιρείας B.P. δεν βρέθηκαν κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Στη συνέχεια δόθηκε εντολή στο συνεργείο να ξεκινήσουν οι έρευνες μεταξύ του Καραϊσκάκη και του συνοικισμού Αχιλλείου και να μεταφερθεί το γεωτρύπανο.
Από οικολογικής πλευράς το φαράγγι έχει καταχωρηθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με βάση την οδηγία για τα άγρια πουλιά και αποτελεί και Ζώνη Ειδικής Διατήρησης με βάση την κοινοτική οδηγία για τους οικοτόπους. Αποτελεί ζώνη προστασίας της φύσης (ΠΦ2Η) του Εθνικού Πάρκου Μεσολογγίου-Αιτωλικού, με σκοπό να εξασφαλίσει η πολιτεία την ικανοποιητική κατάσταση προστατευτέων αντικειμένων της περιοχής (χλωρίδα-πανίδα-οικότοποι), εκπληρώνοντας έτσι τις διεθνείς και ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις.
Στο φυσικό περιβάλλον απαντώνται 4 τύποι οικοτόπων με πευκοδάση, ενδημικά είδη πεύκων της μεσογείου, φυλλοβόλες βελανιδιές, αριές, κουτσουπιές και σε πρόσφατη επιστημονική έρευνα καταγράφηκαν 400 διαφορετικά είδη φυτών. Ιδιαίτερη σημαντική παρουσία στα εκτεταμένα κάθετα βράχια παρουσιάζει το στενότοπο σπάνιο ενδημικό είδος της Κενταύρια του Νιεντέρ (Centaurea niederi) και σε συγκεκριμένες θέσεις ανθίζει το Μάη ο λευκός κρίνος της Παναγίας (Lilium albanicum).
Στο φαράγγι βρίσκουν καταφύγιο για φώλιασμα σημαντικά είδη της ορνιθοπανίδας, όπως πετρίτες, κάργιες, κόρακες, κότσυφες, βραχοκιρκίνεζα, σταχτάρες, βραχοχελίδονα, βραχοτσοπανάκοι, καθώς και αρπακτικά, όπως γερακίνες, ξεφτέρια, φιδαετοί ενώ ύστερα από 24 χρόνια διαχείμασε στον Αράκυνθο ένας σπάνιος επισκέπτης, ο μαυρόγυπας. Παράλληλα στο βιότοπο του Αρακύνθου και των Στενών της Κλεισούρας βρίσκει καταφύγιο διαβίωσης ένα από τα μεγαλύτερα νεκροφάγα αρπακτικά, το όρνιο (Gyps fulvus). Ολόκληρη αυτή η περιοχή αποτελεί τον ζωτικό χώρο των όρνεων που χαρακτηρίζονται ως είδος αυστηρής προστασίας και ως Κρισίμως Κινδυνεύον (η ανώτερη κατηγορία απειλής) στην Ηπειρωτική-Δυτική Ελλάδα, αφού οι πληθυσμοί του έχουν ουσιαστικά καταρρεύσει. Βέβαια ο προσανατολισμός των βράχων και κρεμνών, οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, ο κυρίαρχος μετερεωλογικός άνεμος, τα πολλά θερμά ανοδικά ρεύματα αέρος, οι πολλές ημέρες ηλιοφάνειας μέσα στο έτος είναι χαρακτηριστικά του βιοτόπου και πολύ ευνοϊκά δεδομένα για το προαναφερθέν είδος.
Τα όρνεα βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και συνεπώς επηρεάζονται από τις απότομες αλλαγές στις χαμηλότερες βαθμίδες της. Το μήκος τους φτάνει το 1m και το άνοιγμα των φτερών τους μπορεί να ξεπεράσει τα 2.50 m με 2.80m. Το βάρος τους κυμαίνεται από 8-10kg. Στους ανθρώπους συνήθως προκαλούν συναισθήματα απέχθειας που σχετίζονται κυρίως με την μακάβρια όπως φαντάζει διατροφή τους. Χαρακτηρίζονται για την οξεία όραση χάρη στην οποία μπορούν να διακρίνουν ένα μικρό κομμάτι κρέας από απόσταση 2-3 km ενώ ο χώρος αναζήτησης της τροφής τους εκτείνεται συνήθως σε ακτίνα 30-40 km, αλλά μπορεί να φτάσει και μέχρι τα 200-300km. Τρέφονται συνήθως με νεκρά ζώα.
Στο φαράγγι πριν 25 χρόνια αναπαραγόταν ένας υγιής πληθυσμός από 30 τουλάχιστον άτομα, ενώ σήμερα έχουν απομείνει μόλις 2 ζευγάρια. Ο πληθυσμός χαρακτηριζόταν διπλός. Από τη μία τα ιθαγενή πουλιά που φωλιάζουν και απο την άλλη τα διαχειμάζοντα που έρχονται τον Οκτώβρη από την Κροατία και από άλλες Βαλκανικές χώρες. Τα όρνια ξεκινούν την αναπαραγωγή τους τον Ιανουάριο και την ολοκληρώνουν τον Ιούλιο ενώ κατά την διάρκεια του Μαρτίου κλωσσούν το μοναδικό τους αυγό. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αποτυχία στην αναπαραγωγή του μικρού αυτού πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτική εξαφάνιση του είδους από την περιοχή. Το Μάρτιο μάλιστα του 2010 όρνια που φώλιαζαν στο φαράγγι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις φωλιές τους λόγω όχλησης που προκλήθηκε από την αυθαίρετη διάνοιξη αναρριχητικής διαδρομής. Οι γύπες είχαν εγκαταλείψει τις φωλιές τους, καθώς ομάδα αναρριχητών διάνοιγε αναρριχητικές διαδρομές στο βράχο και προφανώς οχλήθηκαν από το δυνατό ήχο του τρυπανιού. Παρόλο που ξαναγύρισαν στις αποικίες τους είναι πολύ πιθανό ότι η αναπαραγωγή τους απέτυχε, καθώς τα αυγά έμειναν πολλές ώρες ακάλυπτα στο κρύο.
Η ιδιαιτερότητα της Κλεισούρας μας καθιστά όλους υπεύθυνους για το μέλλον της φυσικής μας κληρονομιάς και την προστασία του βιοτόπου. Οφείλουμε παράλληλα να διαφυλάξουμε τον πολιτιστικό-θρησκευτικό χαρακτήρα του χώρου καθώς και τις ιστορικές μνήμες που είναι χαραγμένες αναφορικά με το επιβλητικό αυτό Φαράγγι της Κλεισούρας.
πηγή:agrinionews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να αποφευχθούν περιπτώσεις εμφάνισης υβριστικών σχολίων ή άλλων ποινικά κολάσιμων πράξεων, όλα τα σχόλια πριν δημοσιευτούν ελέγχονται. Παρακαλούμε μην αποστέλετε πληροφορίες άχρηστες προς τη λειτουργία του συγκεκριμένου blog.
Τα μηνύματα είναι προσωπικές απόψεις των αποστολέων και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν τους δημιουργούς ή διαχειριστές της συγκεκριμένης σελίδας.